κορυφώνω

κορυφώνω
(ΑM κορυφῶ, -όω) [κορυφή]
1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.)
2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο
3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, -όομαι
φθάνω στο κορύφωμα, ανεβαίνω στο ανώτατο σημείο (α. «η αγωνία του κορυφώθηκε» β. «κορυφουμένου τοῡ πολέμου», Ιώσ.)
αρχ.
1. τελειοποιώ («τό δ' ὀπαῑον ἐπὶ τοῡ Ἀνακτόρου Ξενοκλῆς ἐκορύφωσε», Πλούτ.)
2. (για πυραμίδα) απολήγω σε κορυφή
3. μέσ. συγκεφαλαιώνω
4. παθ. (για αριθμούς) προστίθεμαι σε ένα όλο, συγκεφαλαιώνομαι («κορυφούμενος εἰς ἓν ἀριθμός», Ανθ. Παλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορυφώνω — κορύφωσα, κορυφώθηκα, κορυφωμένος 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή. 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό: Κορυφώθηκε η δυστυχία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορθύω — (Α) [κόρθυς] κορθύνω*, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κορυφώ — κορυφῶ, όω (ΑM) βλ. κορυφώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”